Jump to content

User:Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςBA

From Wiktionary, the free dictionary
Declension of Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςBA
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποικίλος (poikílos) ποικίλη (poikíli) ποικίλο (poikílo) ποικίλοι (poikíloi) ποικίλες (poikíles) ποικίλα (poikíla)
genitive ποικίλου (poikílou) ποικίλης (poikílis) ποικίλου (poikílou) ποικίλων (poikílon) ποικίλων (poikílon) ποικίλων (poikílon)
accusative ποικίλο (poikílo) ποικίλη (poikíli) ποικίλο (poikílo) ποικίλους (poikílous) ποικίλες (poikíles) ποικίλα (poikíla)
vocative ποικίλε (poikíle) ποικίλη (poikíli) ποικίλο (poikílo) ποικίλοι (poikíloi) ποικίλες (poikíles) ποικίλα (poikíla)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςBA, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςBA, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποικιλότερος (poikilóteros) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότεροι (poikilóteroi) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)
genitive ποικιλότερου (poikilóterou) ποικιλότερης (poikilóteris) ποικιλότερου (poikilóterou) ποικιλότερων (poikilóteron) ποικιλότερων (poikilóteron) ποικιλότερων (poikilóteron)
accusative ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότερους (poikilóterous) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)
vocative ποικιλότερε (poikilótere) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότεροι (poikilóteroi) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποικιλότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποικιλότατος (poikilótatos) ποικιλότατη (poikilótati) ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατοι (poikilótatoi) ποικιλότατες (poikilótates) ποικιλότατα (poikilótata)
genitive ποικιλότατου (poikilótatou) ποικιλότατης (poikilótatis) ποικιλότατου (poikilótatou) ποικιλότατων (poikilótaton) ποικιλότατων (poikilótaton) ποικιλότατων (poikilótaton)
accusative ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατη (poikilótati) ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατους (poikilótatous) ποικιλότατες (poikilótates) ποικιλότατα (poikilótata)
vocative ποικιλότατε (poikilótate) ποικιλότατη (poikilótati) ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατοι (poikilótatoi) ποικιλότατες (poikilótates) ποικιλότατα (poikilótata)

Woodhouse, S. C. (1910) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1], London: Routledge & Kegan Paul Limited.