Jump to content

ποικιλότερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /piciˈloteros/
  • Hyphenation: ποι‧κι‧λό‧τε‧ρος

Adjective

[edit]

ποικιλότερος (poikilóteros)

  1. comparative degree of ποικίλος (poikílos)

Declension

[edit]
Declension of ποικιλότερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποικιλότερος (poikilóteros) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότεροι (poikilóteroi) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)
genitive ποικιλότερου (poikilóterou) ποικιλότερης (poikilóteris) ποικιλότερου (poikilóterou) ποικιλότερων (poikilóteron) ποικιλότερων (poikilóteron) ποικιλότερων (poikilóteron)
accusative ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότερους (poikilóterous) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)
vocative ποικιλότερε (poikilótere) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότεροι (poikilóteroi) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)