ποικιλότερε
Appearance
See also: ποικιλώτερε
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ποικιλότερε • (poikilótere)
- vocative masculine singular of ποικιλότερος (poikilóteros), the comparative degree of ποικίλος (poikílos)
ποικιλότερε • (poikilótere)