Jump to content

User:Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςAB

From Wiktionary, the free dictionary

Woodhouse, S. C. (1910) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1], London: Routledge & Kegan Paul Limited.

    Declension of Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςAB
    singular plural
    masculine feminine neuter masculine feminine neuter
    nominative ποικίλος (poikílos) ποικίλη (poikíli) ποικίλο (poikílo) ποικίλοι (poikíloi) ποικίλες (poikíles) ποικίλα (poikíla)
    genitive ποικίλου (poikílou) ποικίλης (poikílis) ποικίλου (poikílou) ποικίλων (poikílon) ποικίλων (poikílon) ποικίλων (poikílon)
    accusative ποικίλο (poikílo) ποικίλη (poikíli) ποικίλο (poikílo) ποικίλους (poikílous) ποικίλες (poikíles) ποικίλα (poikíla)
    vocative ποικίλε (poikíle) ποικίλη (poikíli) ποικίλο (poikílo) ποικίλοι (poikíloi) ποικίλες (poikíles) ποικίλα (poikíla)

    Derivations:
    Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςAB, etc.)
    Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο Isomorphyc/Sandbox/ποικίλοςAB, etc.)

    Degrees of comparison by suffixation
    comparative (?) singular plural
    masculine feminine neuter masculine feminine neuter
    nominative ποικιλότερος (poikilóteros) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότεροι (poikilóteroi) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)
    genitive ποικιλότερου (poikilóterou) ποικιλότερης (poikilóteris) ποικιλότερου (poikilóterou) ποικιλότερων (poikilóteron) ποικιλότερων (poikilóteron) ποικιλότερων (poikilóteron)
    accusative ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότερους (poikilóterous) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)
    vocative ποικιλότερε (poikilótere) ποικιλότερη (poikilóteri) ποικιλότερο (poikilótero) ποικιλότεροι (poikilóteroi) ποικιλότερες (poikilóteres) ποικιλότερα (poikilótera)

    Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποικιλότερος", etc)

    absolute
    superlative (?)
    singular plural
    masculine feminine neuter masculine feminine neuter
    nominative ποικιλότατος (poikilótatos) ποικιλότατη (poikilótati) ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατοι (poikilótatoi) ποικιλότατες (poikilótates) ποικιλότατα (poikilótata)
    genitive ποικιλότατου (poikilótatou) ποικιλότατης (poikilótatis) ποικιλότατου (poikilótatou) ποικιλότατων (poikilótaton) ποικιλότατων (poikilótaton) ποικιλότατων (poikilótaton)
    accusative ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατη (poikilótati) ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατους (poikilótatous) ποικιλότατες (poikilótates) ποικιλότατα (poikilótata)
    vocative ποικιλότατε (poikilótate) ποικιλότατη (poikilótati) ποικιλότατο (poikilótato) ποικιλότατοι (poikilótatoi) ποικιλότατες (poikilótates) ποικιλότατα (poikilótata)