Template:el-decl-adj-ος-η-ια-ο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

This template must not be used directly
Access it by using the syntax described more fully at the main template: el-decl-adj.
Greek adjective inflection-table templates lists the available patterns of inflection.
Also see Template:el-decl-adj-table and Category:Greek adjective inflection-table templates.
ID: ος-η-ια-ο   Category singular plural
eg: φρέσκος   (paroxytone) m f n m f n
nominative ΄ος ΄η / ΄ια ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
genitive ΄ου ΄ης / ΄ιας ΄ου ΄ων ΄ων ΄ων
accusative ΄ο ΄η / ΄ια ΄ο ΄ους ΄ες ΄α
vocative ΄ε ΄η / ΄ια ΄ο ΄οι ΄ες ΄α
Βικιλεξικό: ζόρικος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζόρικος' (νέα ελληνικά)
ID: eg: ζόρικος   (proparoxytone) m f n m f n
nominative ΄-ος ΄-η / ΄-ια ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
genitive ΄-ου ΄-ης / ΄-ιας ΄-ου ΄-ων ΄-ων ΄-ων
accusative ΄-ο ΄-η / ΄-ια ΄-ο ΄-ους ΄-ες ΄-α
vocative ΄-ε ΄-η / ΄-ια ΄-ο ΄-οι ΄-ες ΄-α
Βικιλεξικό: ζόρικος,   Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζόρικος' (νέα ελληνικά)

References

[edit]
  • Holton D, Mackridge P & Phiippaki-Warburton I, Greek - A Comprehensive Grammar of the Modern Langage (2004):§3.3+ . — ξανθός (xanthós)
  • Stavropoulos DN, Oxford Greek-English Learner's Dictionary (2008):§25A+27.
  • Triandaphyllidis MA, trans. Burke JB, Concise Modern greek Grammar (2004):§464+. — ξανθός (xanthós)
  • Tsiotsiou-Moore M, A Basic Grammar of Modern Greek (2002):p.45. — κακός (kakós)

Syntax

[edit]

Output for βρώμικος (vrómikos):

{{el-decl-adj|stem=βρώμικ|dec=ος-η-ια-ο}}
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρώμικος (vrómikos) βρώμικη (vrómiki)
βρώμικια (vrómikia)
βρώμικο (vrómiko) βρώμικοι (vrómikoi) βρώμικες (vrómikes) βρώμικα (vrómika)
genitive βρώμικου (vrómikou) βρώμικης (vrómikis)
βρώμικιας (vrómikias)
βρώμικου (vrómikou) βρώμικων (vrómikon) βρώμικων (vrómikon) βρώμικων (vrómikon)
accusative βρώμικο (vrómiko) βρώμικη (vrómiki)
βρώμικια (vrómikia)
βρώμικο (vrómiko) βρώμικους (vrómikous) βρώμικες (vrómikes) βρώμικα (vrómika)
vocative βρώμικε (vrómike) βρώμικη (vrómiki)
βρώμικια (vrómikia)
βρώμικο (vrómiko) βρώμικοι (vrómikoi) βρώμικες (vrómikes) βρώμικα (vrómika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρώμικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρώμικος, etc.)


See also

[edit]