Jump to content

ύπτιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ύπτιος (ýptiosm (feminine ύπτια, neuter ύπτιο)

  1. supine, on your back

Declension

[edit]
Declension of ύπτιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ύπτιος (ýptios) ύπτια (ýptia) ύπτιο (ýptio) ύπτιοι (ýptioi) ύπτιες (ýpties) ύπτια (ýptia)
genitive ύπτιου (ýptiou) ύπτιας (ýptias) ύπτιου (ýptiou) ύπτιων (ýption) ύπτιων (ýption) ύπτιων (ýption)
accusative ύπτιο (ýptio) ύπτια (ýptia) ύπτιο (ýptio) ύπτιους (ýptious) ύπτιες (ýpties) ύπτια (ýptia)
vocative ύπτιε (ýptie) ύπτια (ýptia) ύπτιο (ýptio) ύπτιοι (ýptioi) ύπτιες (ýpties) ύπτια (ýptia)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]
[edit]
  • ύπτια (ýptia, supinely, on your back, adverb)
  • υπτίως (yptíos, supinely, on your back, adverb)