Jump to content

ύποπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὕποπτος (húpoptos).

Adjective

[edit]

ύποπτος (ýpoptosm (feminine ύποπτη, neuter ύποπτο)

  1. suspicious, suspect
  2. incriminating
  3. sleazy

Declension

[edit]
Declension of ύποπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ύποπτος (ýpoptos) ύποπτη (ýpopti) ύποπτο (ýpopto) ύποπτοι (ýpoptoi) ύποπτες (ýpoptes) ύποπτα (ýpopta)
genitive ύποπτου (ýpoptou) ύποπτης (ýpoptis) ύποπτου (ýpoptou) ύποπτων (ýpopton) ύποπτων (ýpopton) ύποπτων (ýpopton)
accusative ύποπτο (ýpopto) ύποπτη (ýpopti) ύποπτο (ýpopto) ύποπτους (ýpoptous) ύποπτες (ýpoptes) ύποπτα (ýpopta)
vocative ύποπτε (ýpopte) ύποπτη (ýpopti) ύποπτο (ýpopto) ύποπτοι (ýpoptoi) ύποπτες (ýpoptes) ύποπτα (ýpopta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ύποπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ύποπτος, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

ύποπτος (ýpoptosm (plural ύποπτοι, feminine ύποπτη)

  1. suspect

Declension

[edit]
Declension of ύποπτος
singular plural
nominative ύποπτος (ýpoptos) ύποπτοι (ýpoptoi)
genitive ύποπτου (ýpoptou)
υπόπτου (ypóptou)
ύποπτων (ýpopton)
υπόπτων (ypópton)
accusative ύποπτο (ýpopto) ύποπτους (ýpoptous)
υπόπτους (ypóptous)
vocative ύποπτε (ýpopte) ύποπτοι (ýpoptoi)

Second forms are formal.