Jump to content

όλασπρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

όλ- (ól-, all, completely) +‎ άσπρος (áspros, white).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈolaspɾos/
  • Hyphenation: ό‧λα‧σπρος

Adjective

[edit]

όλασπρος (ólasprosm (feminine όλασπρη, neuter όλασπρο)

  1. Alternative form of ολόασπρος (olóaspros, snow-white, lily-white)

Declension

[edit]
Declension of όλασπρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative όλασπρος (ólaspros) όλασπρη (ólaspri) όλασπρο (ólaspro) όλασπροι (ólasproi) όλασπρες (ólaspres) όλασπρα (ólaspra)
genitive όλασπρου (ólasprou) όλασπρης (ólaspris) όλασπρου (ólasprou) όλασπρων (ólaspron) όλασπρων (ólaspron) όλασπρων (ólaspron)
accusative όλασπρο (ólaspro) όλασπρη (ólaspri) όλασπρο (ólaspro) όλασπρους (ólasprous) όλασπρες (ólaspres) όλασπρα (ólaspra)
vocative όλασπρε (ólaspre) όλασπρη (ólaspri) όλασπρο (ólaspro) όλασπροι (ólasproi) όλασπρες (ólaspres) όλασπρα (ólaspra)