ωφέλιμος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ὠφέλιμος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ὠφέλιμος (ōphélimos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ωφέλιμος • (ofélimos) m (feminine ωφέλιμη, neuter ωφέλιμο)
Declension
[edit]Declension of ωφέλιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωφέλιμος • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμοι • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
genitive | ωφέλιμου • | ωφέλιμης • | ωφέλιμου • | ωφέλιμων • | ωφέλιμων • | ωφέλιμων • |
accusative | ωφέλιμο • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμους • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
vocative | ωφέλιμε • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμοι • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωφέλιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωφέλιμος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Synonyms
[edit]- (helpful): χρήσιμος (chrísimos)
Related terms
[edit]- ωφελιμισμός m (ofelimismós, “utilitarianism”) & related terms
- ωφελιμοκρατία f (ofelimokratía, “utilitarianism”)
- ωφελιμότητα f (ofelimótita, “beneficialness”)
- and see: ωφελώ (ofeló, “benefit, profit”)
Further reading
[edit]- ωφέλιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language