Jump to content

ωφέλιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὠφέλιμος (ōphélimos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /oˈfe.li.mos/
  • Hyphenation: ω‧φέ‧λι‧μος

Adjective

[edit]

ωφέλιμος (ofélimosm (feminine ωφέλιμη, neuter ωφέλιμο)

  1. beneficial, useful

Declension

[edit]
Declension of ωφέλιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωφέλιμος (ofélimos) ωφέλιμη (ofélimi) ωφέλιμο (ofélimo) ωφέλιμοι (ofélimoi) ωφέλιμες (ofélimes) ωφέλιμα (ofélima)
genitive ωφέλιμου (ofélimou) ωφέλιμης (ofélimis) ωφέλιμου (ofélimou) ωφέλιμων (ofélimon) ωφέλιμων (ofélimon) ωφέλιμων (ofélimon)
accusative ωφέλιμο (ofélimo) ωφέλιμη (ofélimi) ωφέλιμο (ofélimo) ωφέλιμους (ofélimous) ωφέλιμες (ofélimes) ωφέλιμα (ofélima)
vocative ωφέλιμε (ofélime) ωφέλιμη (ofélimi) ωφέλιμο (ofélimo) ωφέλιμοι (ofélimoi) ωφέλιμες (ofélimes) ωφέλιμα (ofélima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωφέλιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωφέλιμος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωφελιμότερος (ofelimóteros) ωφελιμότερη (ofelimóteri) ωφελιμότερο (ofelimótero) ωφελιμότεροι (ofelimóteroi) ωφελιμότερες (ofelimóteres) ωφελιμότερα (ofelimótera)
genitive ωφελιμότερου (ofelimóterou) ωφελιμότερης (ofelimóteris) ωφελιμότερου (ofelimóterou) ωφελιμότερων (ofelimóteron) ωφελιμότερων (ofelimóteron) ωφελιμότερων (ofelimóteron)
accusative ωφελιμότερο (ofelimótero) ωφελιμότερη (ofelimóteri) ωφελιμότερο (ofelimótero) ωφελιμότερους (ofelimóterous) ωφελιμότερες (ofelimóteres) ωφελιμότερα (ofelimótera)
vocative ωφελιμότερε (ofelimótere) ωφελιμότερη (ofelimóteri) ωφελιμότερο (ofelimótero) ωφελιμότεροι (ofelimóteroi) ωφελιμότερες (ofelimóteres) ωφελιμότερα (ofelimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ωφελιμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωφελιμότατος (ofelimótatos) ωφελιμότατη (ofelimótati) ωφελιμότατο (ofelimótato) ωφελιμότατοι (ofelimótatoi) ωφελιμότατες (ofelimótates) ωφελιμότατα (ofelimótata)
genitive ωφελιμότατου (ofelimótatou) ωφελιμότατης (ofelimótatis) ωφελιμότατου (ofelimótatou) ωφελιμότατων (ofelimótaton) ωφελιμότατων (ofelimótaton) ωφελιμότατων (ofelimótaton)
accusative ωφελιμότατο (ofelimótato) ωφελιμότατη (ofelimótati) ωφελιμότατο (ofelimótato) ωφελιμότατους (ofelimótatous) ωφελιμότατες (ofelimótates) ωφελιμότατα (ofelimótata)
vocative ωφελιμότατε (ofelimótate) ωφελιμότατη (ofelimótati) ωφελιμότατο (ofelimótato) ωφελιμότατοι (ofelimótatoi) ωφελιμότατες (ofelimótates) ωφελιμότατα (ofelimótata)

Synonyms

[edit]
[edit]
  • and see: ωφελώ (ofeló, benefit, profit)

Further reading

[edit]