Jump to content

ωμός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ώμος, ὠμός, and ὦμος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ὠμός (ōmós).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ωμός (omósm (feminine ωμή, neuter ωμό)

  1. raw, uncooked
    λεπτές στρώσεις ωμού μοσχαρίσιου κρέατος
    leptés stróseis omoú moscharísiou kréatos
    thin layer of raw beef
  2. crude
  3. brutal

Declension

[edit]
Declension of ωμός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωμός (omós) ωμή (omí) ωμό (omó) ωμοί (omoí) ωμές (omés) ωμά (omá)
genitive ωμού (omoú) ωμής (omís) ωμού (omoú) ωμών (omón) ωμών (omón) ωμών (omón)
accusative ωμό (omó) ωμή (omí) ωμό (omó) ωμούς (omoús) ωμές (omés) ωμά (omá)
vocative ωμέ (omé) ωμή (omí) ωμό (omó) ωμοί (omoí) ωμές (omés) ωμά (omá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωμός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωμός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωμότερος (omóteros) ωμότερη (omóteri) ωμότερο (omótero) ωμότεροι (omóteroi) ωμότερες (omóteres) ωμότερα (omótera)
genitive ωμότερου (omóterou) ωμότερης (omóteris) ωμότερου (omóterou) ωμότερων (omóteron) ωμότερων (omóteron) ωμότερων (omóteron)
accusative ωμότερο (omótero) ωμότερη (omóteri) ωμότερο (omótero) ωμότερους (omóterous) ωμότερες (omóteres) ωμότερα (omótera)
vocative ωμότερε (omótere) ωμότερη (omóteri) ωμότερο (omótero) ωμότεροι (omóteroi) ωμότερες (omóteres) ωμότερα (omótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ωμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωμότατος (omótatos) ωμότατη (omótati) ωμότατο (omótato) ωμότατοι (omótatoi) ωμότατες (omótates) ωμότατα (omótata)
genitive ωμότατου (omótatou) ωμότατης (omótatis) ωμότατου (omótatou) ωμότατων (omótaton) ωμότατων (omótaton) ωμότατων (omótaton)
accusative ωμότατο (omótato) ωμότατη (omótati) ωμότατο (omótato) ωμότατους (omótatous) ωμότατες (omótates) ωμότατα (omótata)
vocative ωμότατε (omótate) ωμότατη (omótati) ωμότατο (omótato) ωμότατοι (omótatoi) ωμότατες (omótates) ωμότατα (omótata)

Further reading

[edit]