From Wiktionary, the free dictionary
From ψυχο- ( psycho- ) + πλακώνω ( plakóno ) .[ 1]
IPA (key ) : /psi.xo.plaˈko.no/
Hyphenation: ψυ‧χο‧πλα‧κώ‧νω
ψυχοπλακώνω • (psychoplakóno ) (past ψυχοπλάκωσα , passive ψυχοπλακώνομαι )
( transitive ) to depress , to bring down ( to make depressed or sad; to make someone feel bad emotionally )
Synonyms: καταθλίβω ( katathlívo ) , πλακώνω ( plakóno )
ψυχοπλακώνω ψυχοπλακώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ψυχοπλακώνω
ψυχοπλακώσω
ψυχοπλακώνομαι
ψυχοπλακωθώ
2 sg
ψυχοπλακώνεις
ψυχοπλακώσεις
ψυχοπλακώνεσαι
ψυχοπλακωθείς
3 sg
ψυχοπλακώνει
ψυχοπλακώσει
ψυχοπλακώνεται
ψυχοπλακωθεί
1 pl
ψυχοπλακώνουμε , [‑ομε ]
ψυχοπλακώσουμε , [‑ομε ]
ψυχοπλακωνόμαστε
ψυχοπλακωθούμε
2 pl
ψυχοπλακώνετε
ψυχοπλακώσετε
ψυχοπλακώνεστε , ψυχοπλακωνόσαστε
ψυχοπλακωθείτε
3 pl
ψυχοπλακώνουν (ε )
ψυχοπλακώσουν (ε )
ψυχοπλακώνονται
ψυχοπλακωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ψυχοπλάκωνα
ψυχοπλάκωσα
ψυχοπλακωνόμουν (α )
ψυχοπλακώθηκα
2 sg
ψυχοπλάκωνες
ψυχοπλάκωσες
ψυχοπλακωνόσουν (α )
ψυχοπλακώθηκες
3 sg
ψυχοπλάκωνε
ψυχοπλάκωσε
ψυχοπλακωνόταν (ε )
ψυχοπλακώθηκε
1 pl
ψυχοπλακώναμε
ψυχοπλακώσαμε
ψυχοπλακωνόμασταν , (‑όμαστε )
ψυχοπλακωθήκαμε
2 pl
ψυχοπλακώνατε
ψυχοπλακώσατε
ψυχοπλακωνόσασταν , (‑όσαστε )
ψυχοπλακωθήκατε
3 pl
ψυχοπλάκωναν , ψυχοπλακώναν (ε )
ψυχοπλάκωσαν , ψυχοπλακώσαν (ε )
ψυχοπλακώνονταν , (ψυχοπλακωνόντουσαν )
ψυχοπλακώθηκαν , ψυχοπλακωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ψυχοπλακώνω ➤
θα ψυχοπλακώσω ➤
θα ψυχοπλακώνομαι ➤
θα ψυχοπλακωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ψυχοπλακώνεις , …
θα ψυχοπλακώσεις , …
θα ψυχοπλακώνεσαι , …
θα ψυχοπλακωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ψυχοπλακώσει έχω, έχεις, … ψυχοπλακωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ψυχοπλακωθεί είμαι , είσαι , … ψυχοπλακωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ψυχοπλακώσει είχα, είχες, … ψυχοπλακωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ψυχοπλακωθεί ήμουν , ήσουν , … ψυχοπλακωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ψυχοπλακώσει θα έχω, θα έχεις, … ψυχοπλακωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ψυχοπλακωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ψυχοπλακωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ψυχοπλάκωνε
ψυχοπλάκωσε
—
ψυχοπλακώσου
2 pl
ψυχοπλακώνετε
ψυχοπλακώστε
ψυχοπλακώνεστε
ψυχοπλακωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ψυχοπλακώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ψυχοπλακώσει ➤
ψυχοπλακωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ψυχοπλακώσει
ψυχοπλακωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.