ψητοπωλείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]ψητό (psitó, “roast”) + -πωλείο (-poleío, “shop”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ψητοπωλείο • (psitopoleío) n (plural ψητοπωλεία)
Further reading
[edit]- ψητοπωλείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language