Jump to content

ψευδωνυμοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ψευδωνυμοποίηση (psevdonymopoíisif (usually uncountable, plural ψευδωνυμοποιήσεις)

  1. (computing, law) pseudonymization

Declension

[edit]
Declension of ψευδωνυμοποίηση
singular plural
nominative ψευδωνυμοποίηση (psevdonymopoíisi) ψευδωνυμοποιήσεις (psevdonymopoiíseis)
genitive ψευδωνυμοποίησης (psevdonymopoíisis) ψευδωνυμοποιήσεων (psevdonymopoiíseon)
accusative ψευδωνυμοποίηση (psevdonymopoíisi) ψευδωνυμοποιήσεις (psevdonymopoiíseis)
vocative ψευδωνυμοποίηση (psevdonymopoíisi) ψευδωνυμοποιήσεις (psevdonymopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ψευδωνυμοποιήσεως (psevdonymopoiíseos)