χωριάτικη σαλάτα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]χωριάτικη σαλάτα • (choriátiki saláta) f (plural χωριάτικες σαλάτες)
Declension
[edit]- see: χωριάτικος (choriátikos) and σαλάτα (saláta)
Further reading
[edit]- χωριάτικη σαλάτα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el