Jump to content

χρυσόμαλλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

χρυσό- (chrysó-, golden) +‎ μαλλιά (malliá, hair)

Adjective

[edit]

χρυσόμαλλος (chrysómallosm (feminine χρυσόμαλλη, neuter χρυσόμαλλο)

  1. golden haired

Declension

[edit]
Declension of χρυσόμαλλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χρυσόμαλλος (chrysómallos) χρυσόμαλλη (chrysómalli) χρυσόμαλλο (chrysómallo) χρυσόμαλλοι (chrysómalloi) χρυσόμαλλες (chrysómalles) χρυσόμαλλα (chrysómalla)
genitive χρυσόμαλλου (chrysómallou) χρυσόμαλλης (chrysómallis) χρυσόμαλλου (chrysómallou) χρυσόμαλλων (chrysómallon) χρυσόμαλλων (chrysómallon) χρυσόμαλλων (chrysómallon)
accusative χρυσόμαλλο (chrysómallo) χρυσόμαλλη (chrysómalli) χρυσόμαλλο (chrysómallo) χρυσόμαλλους (chrysómallous) χρυσόμαλλες (chrysómalles) χρυσόμαλλα (chrysómalla)
vocative χρυσόμαλλε (chrysómalle) χρυσόμαλλη (chrysómalli) χρυσόμαλλο (chrysómallo) χρυσόμαλλοι (chrysómalloi) χρυσόμαλλες (chrysómalles) χρυσόμαλλα (chrysómalla)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρυσόμαλλος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρυσόμαλλος, etc.)

[edit]