χρυσόμαλλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]χρυσό- (chrysó-, “golden”) + μαλλιά (malliá, “hair”)
Adjective
[edit]χρυσόμαλλος • (chrysómallos) m (feminine χρυσόμαλλη, neuter χρυσόμαλλο)
Declension
[edit]Declension of χρυσόμαλλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρυσόμαλλος • | χρυσόμαλλη • | χρυσόμαλλο • | χρυσόμαλλοι • | χρυσόμαλλες • | χρυσόμαλλα • |
genitive | χρυσόμαλλου • | χρυσόμαλλης • | χρυσόμαλλου • | χρυσόμαλλων • | χρυσόμαλλων • | χρυσόμαλλων • |
accusative | χρυσόμαλλο • | χρυσόμαλλη • | χρυσόμαλλο • | χρυσόμαλλους • | χρυσόμαλλες • | χρυσόμαλλα • |
vocative | χρυσόμαλλε • | χρυσόμαλλη • | χρυσόμαλλο • | χρυσόμαλλοι • | χρυσόμαλλες • | χρυσόμαλλα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρυσόμαλλος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρυσόμαλλος, etc.) |
Related terms
[edit]- χρυσόμαλλο δέρας n (chrysómallo déras, “Golden Fleece”)