Jump to content

χρονοβόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χρονοβόρος (chronovórosm (feminine χρονοβόρα, neuter χρονοβόρο)

  1. lengthy, time-consuming, drawn-out

Declension

[edit]
Declension of χρονοβόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χρονοβόρος (chronovóros) χρονοβόρη (chronovóri) χρονοβόρο (chronovóro) χρονοβόροι (chronovóroi) χρονοβόρες (chronovóres) χρονοβόρα (chronovóra)
genitive χρονοβόρου (chronovórou) χρονοβόρης (chronovóris) χρονοβόρου (chronovórou) χρονοβόρων (chronovóron) χρονοβόρων (chronovóron) χρονοβόρων (chronovóron)
accusative χρονοβόρο (chronovóro) χρονοβόρη (chronovóri) χρονοβόρο (chronovóro) χρονοβόρους (chronovórous) χρονοβόρες (chronovóres) χρονοβόρα (chronovóra)
vocative χρονοβόρε (chronovóre) χρονοβόρη (chronovóri) χρονοβόρο (chronovóro) χρονοβόροι (chronovóroi) χρονοβόρες (chronovóres) χρονοβόρα (chronovóra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρονοβόρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρονοβόρος, etc.)