χρονοβόρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]χρονοβόρος • (chronovóros) m (feminine χρονοβόρα, neuter χρονοβόρο)
Declension
[edit]Declension of χρονοβόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρονοβόρος • | χρονοβόρη • | χρονοβόρο • | χρονοβόροι • | χρονοβόρες • | χρονοβόρα • |
genitive | χρονοβόρου • | χρονοβόρης • | χρονοβόρου • | χρονοβόρων • | χρονοβόρων • | χρονοβόρων • |
accusative | χρονοβόρο • | χρονοβόρη • | χρονοβόρο • | χρονοβόρους • | χρονοβόρες • | χρονοβόρα • |
vocative | χρονοβόρε • | χρονοβόρη • | χρονοβόρο • | χρονοβόροι • | χρονοβόρες • | χρονοβόρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρονοβόρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρονοβόρος, etc.) |