χορογραφικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χορογραφικός (chorografikósm (feminine χορογραφική, neuter χορογραφικό)

  1. choreographical

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χορογραφικός (chorografikós) χορογραφική (chorografikí) χορογραφικό (chorografikó) χορογραφικοί (chorografikoí) χορογραφικές (chorografikés) χορογραφικά (chorografiká)
genitive χορογραφικού (chorografikoú) χορογραφικής (chorografikís) χορογραφικού (chorografikoú) χορογραφικών (chorografikón) χορογραφικών (chorografikón) χορογραφικών (chorografikón)
accusative χορογραφικό (chorografikó) χορογραφική (chorografikí) χορογραφικό (chorografikó) χορογραφικούς (chorografikoús) χορογραφικές (chorografikés) χορογραφικά (chorografiká)
vocative χορογραφικέ (chorografiké) χορογραφική (chorografikí) χορογραφικό (chorografikó) χορογραφικοί (chorografikoí) χορογραφικές (chorografikés) χορογραφικά (chorografiká)
[edit]