Jump to content

χολερικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χολερικός (cholerikósm (feminine χολερική, neuter χολερικό)

  1. (pathology) relating to cholera, choleraic
    Antonym: αντιχολερικός (anticholerikós)

Declension

[edit]
Declension of χολερικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χολερικός (cholerikós) χολερική (cholerikí) χολερικό (cholerikó) χολερικοί (cholerikoí) χολερικές (cholerikés) χολερικά (choleriká)
genitive χολερικού (cholerikoú) χολερικής (cholerikís) χολερικού (cholerikoú) χολερικών (cholerikón) χολερικών (cholerikón) χολερικών (cholerikón)
accusative χολερικό (cholerikó) χολερική (cholerikí) χολερικό (cholerikó) χολερικούς (cholerikoús) χολερικές (cholerikés) χολερικά (choleriká)
vocative χολερικέ (choleriké) χολερική (cholerikí) χολερικό (cholerikó) χολερικοί (cholerikoí) χολερικές (cholerikés) χολερικά (choleriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χολερικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χολερικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]