χλωρό κρεμμυδάκι
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]χλωρό κρεμμυδάκι • (chloró kremmydáki) n (plural χλωρά κρεμμυδάκια)
Declension
[edit]- see: χλωρός (chlorós) and κρεμμυδάκι (kremmydáki)
Synonyms
[edit]- see: κρεμμυδάκι n (kremmydáki)
χλωρό κρεμμυδάκι • (chloró kremmydáki) n (plural χλωρά κρεμμυδάκια)