Jump to content

χλωριούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χλωριούχος (chlorioúchosm (feminine χλωριούχος or χλωριούχα, neuter χλωριούχο)

  1. (chemistry) chloride

Declension

[edit]
Declension of χλωριούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλωριούχος (chlorioúchos) χλωριούχος (chlorioúchos)
χλωριούχα (chlorioúcha)
χλωριούχο (chlorioúcho) χλωριούχοι (chlorioúchoi) χλωριούχοι (chlorioúchoi)
χλωριούχες (chlorioúches)
χλωριούχα (chlorioúcha)
genitive χλωριούχου (chlorioúchou) χλωριούχου (chlorioúchou)
χλωριούχας (chlorioúchas)
χλωριούχου (chlorioúchou) χλωριούχων (chlorioúchon) χλωριούχων (chlorioúchon) χλωριούχων (chlorioúchon)
accusative χλωριούχο (chlorioúcho) χλωριούχο (chlorioúcho)
χλωριούχα (chlorioúcha)
χλωριούχο (chlorioúcho) χλωριούχους (chlorioúchous) χλωριούχους (chlorioúchous)
χλωριούχες (chlorioúches)
χλωριούχα (chlorioúcha)
vocative χλωριούχε (chlorioúche) χλωριούχε (chlorioúche)
χλωριούχα (chlorioúcha)
χλωριούχο (chlorioúcho) χλωριούχοι (chlorioúchoi) χλωριούχοι (chlorioúchoi)
χλωριούχες (chlorioúches)
χλωριούχα (chlorioúcha)

Further reading

[edit]