Jump to content

χλωμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

χλωμός (chlomósm (feminine χλωμή, neuter χλωμό)

  1. Alternative form of χλομός (chlomós)

Declension

[edit]
Declension of χλωμός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλωμός (chlomós) χλωμή (chlomí) χλωμό (chlomó) χλωμοί (chlomoí) χλωμές (chlomés) χλωμά (chlomá)
genitive χλωμού (chlomoú) χλωμής (chlomís) χλωμού (chlomoú) χλωμών (chlomón) χλωμών (chlomón) χλωμών (chlomón)
accusative χλωμό (chlomó) χλωμή (chlomí) χλωμό (chlomó) χλωμούς (chlomoús) χλωμές (chlomés) χλωμά (chlomá)
vocative χλωμέ (chlomé) χλωμή (chlomí) χλωμό (chlomó) χλωμοί (chlomoí) χλωμές (chlomés) χλωμά (chlomá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χλωμός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χλωμός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλωμότερος (chlomóteros) χλωμότερη (chlomóteri) χλωμότερο (chlomótero) χλωμότεροι (chlomóteroi) χλωμότερες (chlomóteres) χλωμότερα (chlomótera)
genitive χλωμότερου (chlomóterou) χλωμότερης (chlomóteris) χλωμότερου (chlomóterou) χλωμότερων (chlomóteron) χλωμότερων (chlomóteron) χλωμότερων (chlomóteron)
accusative χλωμότερο (chlomótero) χλωμότερη (chlomóteri) χλωμότερο (chlomótero) χλωμότερους (chlomóterous) χλωμότερες (chlomóteres) χλωμότερα (chlomótera)
vocative χλωμότερε (chlomótere) χλωμότερη (chlomóteri) χλωμότερο (chlomótero) χλωμότεροι (chlomóteroi) χλωμότερες (chlomóteres) χλωμότερα (chlomótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο χλωμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χλωμότατος (chlomótatos) χλωμότατη (chlomótati) χλωμότατο (chlomótato) χλωμότατοι (chlomótatoi) χλωμότατες (chlomótates) χλωμότατα (chlomótata)
genitive χλωμότατου (chlomótatou) χλωμότατης (chlomótatis) χλωμότατου (chlomótatou) χλωμότατων (chlomótaton) χλωμότατων (chlomótaton) χλωμότατων (chlomótaton)
accusative χλωμότατο (chlomótato) χλωμότατη (chlomótati) χλωμότατο (chlomótato) χλωμότατους (chlomótatous) χλωμότατες (chlomótates) χλωμότατα (chlomótata)
vocative χλωμότατε (chlomótate) χλωμότατη (chlomótati) χλωμότατο (chlomótato) χλωμότατοι (chlomótatoi) χλωμότατες (chlomótates) χλωμότατα (chlomótata)

Synonyms

[edit]
[edit]