χειρόγραφος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

χειρό- (cheiró-, hand) +‎ -γραφος (-grafos, writing)

Adjective

[edit]

χειρόγραφος (cheirógrafosm (feminine χειρόγραφη, neuter χειρόγραφο)

  1. handwritten, manuscript

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χειρόγραφος (cheirógrafos) χειρόγραφη (cheirógrafi) χειρόγραφο (cheirógrafo) χειρόγραφοι (cheirógrafoi) χειρόγραφες (cheirógrafes) χειρόγραφα (cheirógrafa)
genitive χειρόγραφου (cheirógrafou) χειρόγραφης (cheirógrafis) χειρόγραφου (cheirógrafou) χειρόγραφων (cheirógrafon) χειρόγραφων (cheirógrafon) χειρόγραφων (cheirógrafon)
accusative χειρόγραφο (cheirógrafo) χειρόγραφη (cheirógrafi) χειρόγραφο (cheirógrafo) χειρόγραφους (cheirógrafous) χειρόγραφες (cheirógrafes) χειρόγραφα (cheirógrafa)
vocative χειρόγραφε (cheirógrafe) χειρόγραφη (cheirógrafi) χειρόγραφο (cheirógrafo) χειρόγραφοι (cheirógrafoi) χειρόγραφες (cheirógrafes) χειρόγραφα (cheirógrafa)