Jump to content

χειρουργικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From χειρουργός (kheirourgós, a craftsman, surgeon) +‎ -ικός (-ikós, A suffix added to noun stems to form adjectives)

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

χειρουργῐκός (kheirourgikósm (feminine χειρουργῐκή, neuter χειρουργῐκόν); first/second declension

  1. surgical, relating to surgery
  2. (substantive) a surgery

Inflection

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

χειρουργικός (cheirourgikósm (feminine χειρουργική, neuter χειρουργικό)

  1. (medicine) surgical

Declension

[edit]
Declension of χειρουργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χειρουργικός (cheirourgikós) χειρουργική (cheirourgikí) χειρουργικό (cheirourgikó) χειρουργικοί (cheirourgikoí) χειρουργικές (cheirourgikés) χειρουργικά (cheirourgiká)
genitive χειρουργικού (cheirourgikoú) χειρουργικής (cheirourgikís) χειρουργικού (cheirourgikoú) χειρουργικών (cheirourgikón) χειρουργικών (cheirourgikón) χειρουργικών (cheirourgikón)
accusative χειρουργικό (cheirourgikó) χειρουργική (cheirourgikí) χειρουργικό (cheirourgikó) χειρουργικούς (cheirourgikoús) χειρουργικές (cheirourgikés) χειρουργικά (cheirourgiká)
vocative χειρουργικέ (cheirourgiké) χειρουργική (cheirourgikí) χειρουργικό (cheirourgikó) χειρουργικοί (cheirourgikoí) χειρουργικές (cheirourgikés) χειρουργικά (cheirourgiká)
[edit]