Jump to content

χειροκίνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

χειρο- (cheiro-, hand) +‎ κινητός (kinitós, moveable)

Adjective

[edit]

χειροκίνητος (cheirokínitosm (feminine χειροκίνητη, neuter χειροκίνητο)

  1. manually operated, manual

Declension

[edit]
Declension of χειροκίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χειροκίνητος (cheirokínitos) χειροκίνητη (cheirokíniti) χειροκίνητο (cheirokínito) χειροκίνητοι (cheirokínitoi) χειροκίνητες (cheirokínites) χειροκίνητα (cheirokínita)
genitive χειροκίνητου (cheirokínitou) χειροκίνητης (cheirokínitis) χειροκίνητου (cheirokínitou) χειροκίνητων (cheirokíniton) χειροκίνητων (cheirokíniton) χειροκίνητων (cheirokíniton)
accusative χειροκίνητο (cheirokínito) χειροκίνητη (cheirokíniti) χειροκίνητο (cheirokínito) χειροκίνητους (cheirokínitous) χειροκίνητες (cheirokínites) χειροκίνητα (cheirokínita)
vocative χειροκίνητε (cheirokínite) χειροκίνητη (cheirokíniti) χειροκίνητο (cheirokínito) χειροκίνητοι (cheirokínitoi) χειροκίνητες (cheirokínites) χειροκίνητα (cheirokínita)