Jump to content

χειροβομβίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From χειρο- (cheiro-, hand) +‎ βομβίδα (vomvída, grenade), a calque of German Handgranate.

Noun

[edit]

χειροβομβίδα (cheirovomvídaf (plural χειροβομβίδες)

  1. grenade, hand grenade, Mills bomb

Declension

[edit]
Declension of χειροβομβίδα
singular plural
nominative χειροβομβίδα (cheirovomvída) χειροβομβίδες (cheirovomvídes)
genitive χειροβομβίδας (cheirovomvídas) χειροβομβίδων (cheirovomvídon)
accusative χειροβομβίδα (cheirovomvída) χειροβομβίδες (cheirovomvídes)
vocative χειροβομβίδα (cheirovomvída) χειροβομβίδες (cheirovomvídes)
[edit]

Further reading

[edit]