χειροβομβίδα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From χειρο- (cheiro-, “hand”) + βομβίδα (vomvída, “grenade”), a calque of German Handgranate.
Noun
[edit]χειροβομβίδα • (cheirovomvída) f (plural χειροβομβίδες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειροβομβίδα (cheirovomvída) | χειροβομβίδες (cheirovomvídes) |
genitive | χειροβομβίδας (cheirovomvídas) | χειροβομβίδων (cheirovomvídon) |
accusative | χειροβομβίδα (cheirovomvída) | χειροβομβίδες (cheirovomvídes) |
vocative | χειροβομβίδα (cheirovomvída) | χειροβομβίδες (cheirovomvídes) |
Related terms
[edit]- βομβίδα f (vomvída, “bomblet”)
- and see: βόμβα f (vómva, “bomb”)
Further reading
[edit]- χειροβομβίδα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- χειροβομβίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el