χειραποσκευή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]χειραποσκευή • (cheiraposkeví) f (plural χειραποσκευές)
Declension
[edit]Declension of χειραποσκευή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χειραποσκευή • | χειραποσκευές • |
genitive | χειραποσκευής • | χειραποσκευών • |
accusative | χειραποσκευή • | χειραποσκευές • |
vocative | χειραποσκευή • | χειραποσκευές • |
Related terms
[edit]- αποσκευή m (aposkeví, “luggage, baggage”)
Further reading
[edit]- χειραποσκευή, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language