χαρούπι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xaˈɾu.pi/
  • Hyphenation: χα‧ρού‧πι

Noun

[edit]

χαρούπι (charoúpin (plural χαρούπια)

  1. carob (fruit)

Declension

[edit]
singular plural
nominative χαρούπι (charoúpi) χαρούπια (charoúpia)
genitive χαρουπιού (charoupioú) χαρουπιών (charoupión)
accusative χαρούπι (charoúpi) χαρούπια (charoúpia)
vocative χαρούπι (charoúpi) χαρούπια (charoúpia)
[edit]