Jump to content

χαοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xa.o.tiˈkos/
  • Hyphenation: χα‧ο‧τι‧κός

Adjective

[edit]

χαοτικός (chaotikósm (feminine χαοτική, neuter χαοτικό)

  1. chaotic

Declension

[edit]
Declension of χαοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαοτικός (chaotikós) χαοτική (chaotikí) χαοτικό (chaotikó) χαοτικοί (chaotikoí) χαοτικές (chaotikés) χαοτικά (chaotiká)
genitive χαοτικού (chaotikoú) χαοτικής (chaotikís) χαοτικού (chaotikoú) χαοτικών (chaotikón) χαοτικών (chaotikón) χαοτικών (chaotikón)
accusative χαοτικό (chaotikó) χαοτική (chaotikí) χαοτικό (chaotikó) χαοτικούς (chaotikoús) χαοτικές (chaotikés) χαοτικά (chaotiká)
vocative χαοτικέ (chaotiké) χαοτική (chaotikí) χαοτικό (chaotikó) χαοτικοί (chaotikoí) χαοτικές (chaotikés) χαοτικά (chaotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χαοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χαοτικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]