Jump to content

χαιρετισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /çe.ɾe.tiˈzmos/
  • Hyphenation: χαι‧ρε‧τι‧σμός

Noun

[edit]

χαιρετισμός (chairetismósm (plural χαιρετισμοί)

  1. greeting, salutation
  2. (military) salute

Declension

[edit]
Declension of χαιρετισμός
singular plural
nominative χαιρετισμός (chairetismós) χαιρετισμοί (chairetismoí)
genitive χαιρετισμού (chairetismoú) χαιρετισμών (chairetismón)
accusative χαιρετισμό (chairetismó) χαιρετισμούς (chairetismoús)
vocative χαιρετισμέ (chairetismé) χαιρετισμοί (chairetismoí)
[edit]

See also

[edit]