φωτοβολταϊκός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]φωτοβολταϊκός • (fotovoltaïkós) m (feminine φωτοβολταϊκή, neuter φωτοβολταϊκό)
Declension
[edit]Declension of φωτοβολταϊκός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φωτοβολταϊκός • | φωτοβολταϊκή • | φωτοβολταϊκό • | φωτοβολταϊκοί • | φωτοβολταϊκές • | φωτοβολταϊκά • |
genitive | φωτοβολταϊκού • | φωτοβολταϊκής • | φωτοβολταϊκού • | φωτοβολταϊκών • | φωτοβολταϊκών • | φωτοβολταϊκών • |
accusative | φωτοβολταϊκό • | φωτοβολταϊκή • | φωτοβολταϊκό • | φωτοβολταϊκούς • | φωτοβολταϊκές • | φωτοβολταϊκά • |
vocative | φωτοβολταϊκέ • | φωτοβολταϊκή • | φωτοβολταϊκό • | φωτοβολταϊκοί • | φωτοβολταϊκές • | φωτοβολταϊκά • |
Related terms
[edit]- φωτοβολταϊκά n pl (fotovoltaïká, “photovoltaics”)
- φωτοβολταϊκό n (fotovoltaïkó, “photovoltaic cell”)
Further reading
[edit]- φωτοβολταϊκά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el