Jump to content

φωτοβολταϊκός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φωτοβολταϊκός (fotovoltaïkósm (feminine φωτοβολταϊκή, neuter φωτοβολταϊκό)

  1. photovoltaic

Declension

[edit]
Declension of φωτοβολταϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φωτοβολταϊκός (fotovoltaïkós) φωτοβολταϊκή (fotovoltaïkí) φωτοβολταϊκό (fotovoltaïkó) φωτοβολταϊκοί (fotovoltaïkoí) φωτοβολταϊκές (fotovoltaïkés) φωτοβολταϊκά (fotovoltaïká)
genitive φωτοβολταϊκού (fotovoltaïkoú) φωτοβολταϊκής (fotovoltaïkís) φωτοβολταϊκού (fotovoltaïkoú) φωτοβολταϊκών (fotovoltaïkón) φωτοβολταϊκών (fotovoltaïkón) φωτοβολταϊκών (fotovoltaïkón)
accusative φωτοβολταϊκό (fotovoltaïkó) φωτοβολταϊκή (fotovoltaïkí) φωτοβολταϊκό (fotovoltaïkó) φωτοβολταϊκούς (fotovoltaïkoús) φωτοβολταϊκές (fotovoltaïkés) φωτοβολταϊκά (fotovoltaïká)
vocative φωτοβολταϊκέ (fotovoltaïké) φωτοβολταϊκή (fotovoltaïkí) φωτοβολταϊκό (fotovoltaïkó) φωτοβολταϊκοί (fotovoltaïkoí) φωτοβολταϊκές (fotovoltaïkés) φωτοβολταϊκά (fotovoltaïká)
[edit]

Further reading

[edit]