Jump to content

φωτιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

φωτιστικός (fotistikósm (feminine φωτιστική, neuter φωτιστικό)

  1. lighting, light
    φωτιστικό πετρέλαιο (kerosene, paraffin)

Declension

[edit]
Declension of φωτιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φωτιστικός (fotistikós) φωτιστική (fotistikí) φωτιστικό (fotistikó) φωτιστικοί (fotistikoí) φωτιστικές (fotistikés) φωτιστικά (fotistiká)
genitive φωτιστικού (fotistikoú) φωτιστικής (fotistikís) φωτιστικού (fotistikoú) φωτιστικών (fotistikón) φωτιστικών (fotistikón) φωτιστικών (fotistikón)
accusative φωτιστικό (fotistikó) φωτιστική (fotistikí) φωτιστικό (fotistikó) φωτιστικούς (fotistikoús) φωτιστικές (fotistikés) φωτιστικά (fotistiká)
vocative φωτιστικέ (fotistiké) φωτιστική (fotistikí) φωτιστικό (fotistikó) φωτιστικοί (fotistikoí) φωτιστικές (fotistikés) φωτιστικά (fotistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φωτιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φωτιστικός, etc.)