φυσητήρι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]φυσητήρι • (fysitíri) n (plural φυσητήρια)
Declension
[edit]Declension of φυσητήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φυσητήρι • | φυσητήρια • |
genitive | φυσητηρίου • | φυσητηρίων • |
accusative | φυσητήρι • | φυσητήρια • |
vocative | φυσητήρι • | φυσητήρια • |
Related terms
[edit]- φυσητήρας m (fysitíras, “blower, blowhole”)