Jump to content

φυσητήρι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φυσητήρι (fysitírin (plural φυσητήρια)

  1. bellows

Declension

[edit]
Declension of φυσητήρι
singular plural
nominative φυσητήρι (fysitíri) φυσητήρια (fysitíria)
genitive φυσητηρίου (fysitiríou) φυσητηρίων (fysitiríon)
accusative φυσητήρι (fysitíri) φυσητήρια (fysitíria)
vocative φυσητήρι (fysitíri) φυσητήρια (fysitíria)
[edit]