φυλλομετρήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]φυλλομετρήθηκα • (fyllometríthika)
- first-person singular simple past of φυλλομετρούμαι (fyllometroúmai) and φυλλομετριέμαι (fyllometriémai), the passive of φυλλομετρώ (fyllometró) and φυλλομετράω (fyllometráo)