φυλλομετρήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]φυλλομετρήθηκα • (fyllometríthika)
- 1st person singular simple past form of φυλλομετρούμαι (fyllometroúmai) / φυλλομετριέμαι passive of φυλλομετρώ/φυλλομετράω.