Jump to content

φυλλοειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φυλλοειδής (fylloeidísm (feminine φυλλοειδής, neuter φυλλοειδές)

  1. leaflike, foliate

Declension

[edit]
Declension of φυλλοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φυλλοειδής (fylloeidís) φυλλοειδής (fylloeidís) φυλλοειδές (fylloeidés) φυλλοειδείς (fylloeideís) φυλλοειδείς (fylloeideís) φυλλοειδή (fylloeidí)
genitive φυλλοειδούς (fylloeidoús)
φυλλοειδή (fylloeidí)
φυλλοειδούς (fylloeidoús) φυλλοειδούς (fylloeidoús) φυλλοειδών (fylloeidón) φυλλοειδών (fylloeidón) φυλλοειδών (fylloeidón)
accusative φυλλοειδή (fylloeidí) φυλλοειδή (fylloeidí) φυλλοειδές (fylloeidés) φυλλοειδείς (fylloeideís) φυλλοειδείς (fylloeideís) φυλλοειδή (fylloeidí)
vocative φυλλοειδή (fylloeidí)
φυλλοειδής (fylloeidís)
φυλλοειδής (fylloeidís) φυλλοειδές (fylloeidés) φυλλοειδείς (fylloeideís) φυλλοειδείς (fylloeideís) φυλλοειδή (fylloeidí)

Synonyms

[edit]
[edit]