φτάνω στο απροχώρητο
Appearance
Greek
[edit]Phrase
[edit]φτάνω στο απροχώρητο • (ftáno sto aprochórito) (plural φτάνουν στο απροχώρητο)
- to reach the end of one's tether
- to reach the end of one's rope
φτάνω στο απροχώρητο • (ftáno sto aprochórito) (plural φτάνουν στο απροχώρητο)