φρουτοχυμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]φρούτο (froúto, “fruit”) + χυμός (chymós, “juice”)
Noun
[edit]φρουτοχυμός • (froutochymós) m (plural φρουτοχυμοί)
Declension
[edit]Declension of φρουτοχυμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φρουτοχυμός • | φρουτοχυμοί • |
genitive | φρουτοχυμού • | φρουτοχυμών • |
accusative | φρουτοχυμό • | φρουτοχυμούς • |
vocative | φρουτοχυμέ • | φρουτοχυμοί • |