Jump to content

φρασεολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φρασεολογία (fraseologíaf (plural φρασεολογίες)

  1. (grammar) phraseology

Declension

[edit]
Declension of φρασεολογία
singular plural
nominative φρασεολογία (fraseología) φρασεολογίες (fraseologíes)
genitive φρασεολογίας (fraseologías) φρασεολογιών (fraseologión)
accusative φρασεολογία (fraseología) φρασεολογίες (fraseologíes)
vocative φρασεολογία (fraseología) φρασεολογίες (fraseologíes)

See also

[edit]