φρασεολογία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]φρασεολογία • (fraseología) f (plural φρασεολογίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φρασεολογία (fraseología) | φρασεολογίες (fraseologíes) |
genitive | φρασεολογίας (fraseologías) | φρασεολογιών (fraseologión) |
accusative | φρασεολογία (fraseología) | φρασεολογίες (fraseologíes) |
vocative | φρασεολογία (fraseología) | φρασεολογίες (fraseologíes) |
See also
[edit]- ιδιογλωσσία f (idioglossía, “jargon”)