Jump to content

φουριόζος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Italian furioso, from Latin furiōsus.

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

φουριόζος (fouriózosm (feminine φουριόζα, neuter φουριόζο)

  1. furious

Declension

[edit]
Declension of φουριόζος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φουριόζος (fouriózos) φουριόζα (fourióza) φουριόζο (fouriózo) φουριόζοι (fouriózoi) φουριόζες (fouriózes) φουριόζα (fourióza)
genitive φουριόζου (fouriózou) φουριόζας (fouriózas) φουριόζου (fouriózou) φουριόζων (fouriózon) φουριόζων (fouriózon) φουριόζων (fouriózon)
accusative φουριόζο (fouriózo) φουριόζα (fourióza) φουριόζο (fouriózo) φουριόζους (fouriózous) φουριόζες (fouriózes) φουριόζα (fourióza)
vocative φουριόζε (fourióze) φουριόζα (fourióza) φουριόζο (fouriózo) φουριόζοι (fouriózoi) φουριόζες (fouriózes) φουριόζα (fourióza)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φουριόζος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φουριόζος, etc.)