Jump to content

φορολογούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Passive present participle of φορολογώ (forologó, to tax).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /fo.ro.loˈɣu.me.nos/
  • Hyphenation: φο‧ρο‧λο‧γού‧με‧νος

Participle

[edit]

φορολογούμενος (forologoúmenosm (feminine φορολογούμενη, neuter φορολογούμενο)

  1. taxpaying
  2. (nominalized) taxpayer

Declension

[edit]
Declension of φορολογούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φορολογούμενος (forologoúmenos) φορολογούμενη (forologoúmeni) φορολογούμενο (forologoúmeno) φορολογούμενοι (forologoúmenoi) φορολογούμενες (forologoúmenes) φορολογούμενα (forologoúmena)
genitive φορολογούμενου (forologoúmenou) φορολογούμενης (forologoúmenis) φορολογούμενου (forologoúmenou) φορολογούμενων (forologoúmenon) φορολογούμενων (forologoúmenon) φορολογούμενων (forologoúmenon)
accusative φορολογούμενο (forologoúmeno) φορολογούμενη (forologoúmeni) φορολογούμενο (forologoúmeno) φορολογούμενους (forologoúmenous) φορολογούμενες (forologoúmenes) φορολογούμενα (forologoúmena)
vocative φορολογούμενε (forologoúmene) φορολογούμενη (forologoúmeni) φορολογούμενο (forologoúmeno) φορολογούμενοι (forologoúmenoi) φορολογούμενες (forologoúmenes) φορολογούμενα (forologoúmena)

References

[edit]
  1. ^ φορολογούμενος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language