φορολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]φορολογικός • (forologikós) m (feminine φορολογική, neuter φορολογικό)
Declension
[edit]Declension of φορολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φορολογικός • | φορολογική • | φορολογικό • | φορολογικοί • | φορολογικές • | φορολογικά • |
genitive | φορολογικού • | φορολογικής • | φορολογικού • | φορολογικών • | φορολογικών • | φορολογικών • |
accusative | φορολογικό • | φορολογική • | φορολογικό • | φορολογικούς • | φορολογικές • | φορολογικά • |
vocative | φορολογικέ • | φορολογική • | φορολογικό • | φορολογικοί • | φορολογικές • | φορολογικά • |
Further reading
[edit]- φορολογικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language