Jump to content

φονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φονικός (fonikósm (feminine φονική, neuter φονικό)

  1. lethal, deadly
  2. murderous

Declension

[edit]
Declension of φονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φονικός (fonikós) φονική (fonikí) φονικό (fonikó) φονικοί (fonikoí) φονικές (fonikés) φονικά (foniká)
genitive φονικού (fonikoú) φονικής (fonikís) φονικού (fonikoú) φονικών (fonikón) φονικών (fonikón) φονικών (fonikón)
accusative φονικό (fonikó) φονική (fonikí) φονικό (fonikó) φονικούς (fonikoús) φονικές (fonikés) φονικά (foniká)
vocative φονικέ (foniké) φονική (fonikí) φονικό (fonikó) φονικοί (fonikoí) φονικές (fonikés) φονικά (foniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φονικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φονικότερος (fonikóteros) φονικότερη (fonikóteri) φονικότερο (fonikótero) φονικότεροι (fonikóteroi) φονικότερες (fonikóteres) φονικότερα (fonikótera)
genitive φονικότερου (fonikóterou) φονικότερης (fonikóteris) φονικότερου (fonikóterou) φονικότερων (fonikóteron) φονικότερων (fonikóteron) φονικότερων (fonikóteron)
accusative φονικότερο (fonikótero) φονικότερη (fonikóteri) φονικότερο (fonikótero) φονικότερους (fonikóterous) φονικότερες (fonikóteres) φονικότερα (fonikótera)
vocative φονικότερε (fonikótere) φονικότερη (fonikóteri) φονικότερο (fonikótero) φονικότεροι (fonikóteroi) φονικότερες (fonikóteres) φονικότερα (fonikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φονικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φονικότατος (fonikótatos) φονικότατη (fonikótati) φονικότατο (fonikótato) φονικότατοι (fonikótatoi) φονικότατες (fonikótates) φονικότατα (fonikótata)
genitive φονικότατου (fonikótatou) φονικότατης (fonikótatis) φονικότατου (fonikótatou) φονικότατων (fonikótaton) φονικότατων (fonikótaton) φονικότατων (fonikótaton)
accusative φονικότατο (fonikótato) φονικότατη (fonikótati) φονικότατο (fonikótato) φονικότατους (fonikótatous) φονικότατες (fonikótates) φονικότατα (fonikótata)
vocative φονικότατε (fonikótate) φονικότατη (fonikótati) φονικότατο (fonikótato) φονικότατοι (fonikótatoi) φονικότατες (fonikótates) φονικότατα (fonikótata)
[edit]