φοινικοτρύγονο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]φοινικοτρύγονο • (foinikotrýgono) n (plural φοινικοτρύγονα)
Declension
[edit]Declension of φοινικοτρύγονο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | φοινικοτρύγονο • | φοινικοτρύγονα • | |
genitive | φοινικοτρυγόνου •, φοινικοτρύγονου • | φοινικοτρυγόνων •, φοινικοτρύγονων • | |
accusative | φοινικοτρύγονο • | φοινικοτρύγονα • | |
vocative | φοινικοτρύγονο • | φοινικοτρύγονα • | |
The genitive forms are uncertain. |
Related terms
[edit]- see: τρυγόνι n (trygóni, “turtle dove”)