Jump to content

φλυτζάνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φλυτζάνι (flytzánin (plural φλυτζάνια)

  1. Alternative form of φλιτζάνι (flitzáni)

Declension

[edit]
Declension of φλυτζάνι
singular plural
nominative φλυτζάνι (flytzáni) φλυτζάνια (flytzánia)
genitive φλυτζανιού (flytzanioú) φλυτζανιών (flytzanión)
accusative φλυτζάνι (flytzáni) φλυτζάνια (flytzánia)
vocative φλυτζάνι (flytzáni) φλυτζάνια (flytzánia)