Jump to content

φλαουτίστας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φλαουτίστας (flaoutístasm (plural φλαουτίστες, feminine φλαουτίστα or φλαουτίστρια)

  1. flautist, flutist

Declension

[edit]
singular plural
nominative φλαουτίστας (flaoutístas) φλαουτίστες (flaoutístes)
genitive φλαουτίστα (flaoutísta) φλαουτιστών (flaoutistón)
accusative φλαουτίστα (flaoutísta) φλαουτίστες (flaoutístes)
vocative φλαουτίστα (flaoutísta) φλαουτίστες (flaoutístes)

Synonyms

[edit]
[edit]