Jump to content

φινοσκανδιναβικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φινοσκανδιναβικός (finoskandinavikósm (feminine φινοσκανδιναβική, neuter φινοσκανδιναβικό)

  1. Fennoscandian

Declension

[edit]
Declension of φινοσκανδιναβικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φινοσκανδιναβικός (finoskandinavikós) φινοσκανδιναβική (finoskandinavikí) φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) φινοσκανδιναβικοί (finoskandinavikoí) φινοσκανδιναβικές (finoskandinavikés) φινοσκανδιναβικά (finoskandinaviká)
genitive φινοσκανδιναβικού (finoskandinavikoú) φινοσκανδιναβικής (finoskandinavikís) φινοσκανδιναβικού (finoskandinavikoú) φινοσκανδιναβικών (finoskandinavikón) φινοσκανδιναβικών (finoskandinavikón) φινοσκανδιναβικών (finoskandinavikón)
accusative φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) φινοσκανδιναβική (finoskandinavikí) φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) φινοσκανδιναβικούς (finoskandinavikoús) φινοσκανδιναβικές (finoskandinavikés) φινοσκανδιναβικά (finoskandinaviká)
vocative φινοσκανδιναβικέ (finoskandinaviké) φινοσκανδιναβική (finoskandinavikí) φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) φινοσκανδιναβικοί (finoskandinavikoí) φινοσκανδιναβικές (finoskandinavikés) φινοσκανδιναβικά (finoskandinaviká)
[edit]