φινοσκανδιναβικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]φινοσκανδιναβικός • (finoskandinavikós) m (feminine φινοσκανδιναβική, neuter φινοσκανδιναβικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | φινοσκανδιναβικός (finoskandinavikós) | φινοσκανδιναβική (finoskandinavikí) | φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) | φινοσκανδιναβικοί (finoskandinavikoí) | φινοσκανδιναβικές (finoskandinavikés) | φινοσκανδιναβικά (finoskandinaviká) | |
genitive | φινοσκανδιναβικού (finoskandinavikoú) | φινοσκανδιναβικής (finoskandinavikís) | φινοσκανδιναβικού (finoskandinavikoú) | φινοσκανδιναβικών (finoskandinavikón) | φινοσκανδιναβικών (finoskandinavikón) | φινοσκανδιναβικών (finoskandinavikón) | |
accusative | φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) | φινοσκανδιναβική (finoskandinavikí) | φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) | φινοσκανδιναβικούς (finoskandinavikoús) | φινοσκανδιναβικές (finoskandinavikés) | φινοσκανδιναβικά (finoskandinaviká) | |
vocative | φινοσκανδιναβικέ (finoskandinaviké) | φινοσκανδιναβική (finoskandinavikí) | φινοσκανδιναβικό (finoskandinavikó) | φινοσκανδιναβικοί (finoskandinavikoí) | φινοσκανδιναβικές (finoskandinavikés) | φινοσκανδιναβικά (finoskandinaviká) |
Related terms
[edit]- Φινοσκανδιναβία f (Finoskandinavía, “Fennoscandia”)