Jump to content

φιλανθρωπικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French philanthropique, from Ancient Greek. By surface analysis, φιλάνθρωπος (filánthropos) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

[edit]

φιλανθρωπικός (filanthropikósm (feminine φιλανθρωπική, neuter φιλανθρωπικό)

  1. philanthropic, charitable (relating to charitable organisations or people)

Declension

[edit]
Declension of φιλανθρωπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φιλανθρωπικός (filanthropikós) φιλανθρωπική (filanthropikí) φιλανθρωπικό (filanthropikó) φιλανθρωπικοί (filanthropikoí) φιλανθρωπικές (filanthropikés) φιλανθρωπικά (filanthropiká)
genitive φιλανθρωπικού (filanthropikoú) φιλανθρωπικής (filanthropikís) φιλανθρωπικού (filanthropikoú) φιλανθρωπικών (filanthropikón) φιλανθρωπικών (filanthropikón) φιλανθρωπικών (filanthropikón)
accusative φιλανθρωπικό (filanthropikó) φιλανθρωπική (filanthropikí) φιλανθρωπικό (filanthropikó) φιλανθρωπικούς (filanthropikoús) φιλανθρωπικές (filanthropikés) φιλανθρωπικά (filanthropiká)
vocative φιλανθρωπικέ (filanthropiké) φιλανθρωπική (filanthropikí) φιλανθρωπικό (filanthropikó) φιλανθρωπικοί (filanthropikoí) φιλανθρωπικές (filanthropikés) φιλανθρωπικά (filanthropiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλανθρωπικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλανθρωπικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ φιλανθρωπικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language