φεμινιστικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φεμινιστικός (feministikósm (feminine φεμινιστική, neuter φεμινιστικό)

  1. feminist, feministic
    Antonym: αντιφεμινιστικός (antifeministikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φεμινιστικός (feministikós) φεμινιστική (feministikí) φεμινιστικό (feministikó) φεμινιστικοί (feministikoí) φεμινιστικές (feministikés) φεμινιστικά (feministiká)
genitive φεμινιστικού (feministikoú) φεμινιστικής (feministikís) φεμινιστικού (feministikoú) φεμινιστικών (feministikón) φεμινιστικών (feministikón) φεμινιστικών (feministikón)
accusative φεμινιστικό (feministikó) φεμινιστική (feministikí) φεμινιστικό (feministikó) φεμινιστικούς (feministikoús) φεμινιστικές (feministikés) φεμινιστικά (feministiká)
vocative φεμινιστικέ (feministiké) φεμινιστική (feministikí) φεμινιστικό (feministikó) φεμινιστικοί (feministikoí) φεμινιστικές (feministikés) φεμινιστικά (feministiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φεμινιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φεμινιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]