Jump to content

φαρμακείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /farmaˈcio/
  • Hyphenation: φαρ‧μα‧κείο

Noun

[edit]

φαρμακείο (farmakeíon (plural φαρμακεία)

  1. pharmacy, drugstore (US), chemist's (UK)
  2. apothecary

Declension

[edit]
Declension of φαρμακείο
singular plural
nominative φαρμακείο (farmakeío) φαρμακεία (farmakeía)
genitive φαρμακείου (farmakeíou) φαρμακείων (farmakeíon)
accusative φαρμακείο (farmakeío) φαρμακεία (farmakeía)
vocative φαρμακείο (farmakeío) φαρμακεία (farmakeía)
[edit]

Further reading

[edit]