υψικάμινος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υψικάμινος • (ypsikáminos) f (plural υψικάμινοι)
Declension
[edit]Declension of υψικάμινος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υψικάμινος • | υψικάμινοι • |
genitive | υψικαμίνου • | υψικαμίνων • |
accusative | υψικάμινο • | υψικαμίνους • |
vocative | υψικάμινε •, υψικάμινο • | υψικάμινοι • |
See also
[edit]- χυτήριο f (chytírio, “foundry”)
Further reading
[edit]- υψικάμινος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el