υπόμνηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υπόμνηση • (ypómnisi) f (plural υπόμνησεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόμνηση (ypómnisi) | υπομνήσεις (ypomníseis) |
genitive | υπόμνησης (ypómnisis) | υπομνήσεων (ypomníseon) |
accusative | υπόμνηση (ypómnisi) | υπομνήσεις (ypomníseis) |
vocative | υπόμνηση (ypómnisi) | υπομνήσεις (ypomníseis) |
Older or formal genitive singular: υπομνήσεως (ypomníseos)
Synonyms
[edit]- υπενθύμιση f (ypenthýmisi)
Further reading
[edit]- υπόμνηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language